Αυτιστικό φάσμα

Η κλινική εκδήλωση των  παιδιών που ανήκουν στο αυτιστικό φάσμα συνοψίζεται κυρίως σε διαταραχές που αφορούν και επηρεάζουν ταυτόχρονα την κοινωνική επαφή, την επικοινωνία και την συμπεριφορά.

Η τυπική τριάδα διαταραχών περιλαμβάνει: διαταραχή στην επικοινωνία τόσο στη λεκτική όσο και μη λεκτική, διαταραχή στη κοινωνική επαφή και αλληλεπίδραση, επίσης  περιορισμένες ή ασυνήθιστες και επαναληπτικές συμπεριφορές, οι οποίες  μπορεί να εμφανιστούν ακόμη  και πριν το παιδί συμπληρώσει τα τρία του χρόνια.

  • Διαταραχή στην επικοινωνία. Στα αυτιστικά παιδιά η επικοινωνία - όχι μόνο η λεκτική αλλά ιδιαίτερα η μη λεκτική - εμφανίζει σοβαρή διαταραχή. Ο λόγος μπορεί να λείπει παντελώς ή όταν υπάρχει να είναι διαταραγμένος ασυνάρτητος ακατάληπτος, μηχανικός, φτωχός με περιορισμένη θεματολογία ή επαναληπτικός.
  • Διαταραχή της κοινωνικής επαφής και αλληλεπίδρασης. Τα αυτιστικά άτομα δεν επιθυμούν, ούτε μπορούν να αναπτύξουν διαπροσωπικές σχέσεις με τους άλλους, αποφεύγουν την επαφή με το βλέμμα, έχουν ανέκφραστα πρόσωπα, είναι απόμακρα και αδιάφορα.
  • Περιορισμένες ή ασυνήθιστες και επαναληπτικές συμπεριφορές. Τα αυτιστικά άτομα έχουν περιορισμένα ή ελάχιστα ενδιαφέροντα και εμφανίζουν εμμονές και ασυνήθιστες στερεοτυπίες.

Στις μέρες μας μιλάμε για αυτιστικό φάσμα μιας και υπάρχει μεγάλη διακύμανση ως προς την ένταση και σοβαρότητά της. Αυτό χαρακτηρίζει και την μελλοντική εξέλιξη  αυτών των παιδιών. Έτσι η διάκριση που μπορεί να γίνει είναι σε βαρύ, ήπιο και υψηλής λειτουργικότητας  αυτισμό.

Υπάρχουν αυτιστικά παιδιά που εμφανίζουν έντονες διαταραχές με πλήρη έλλειψη επικοινωνίας και αυτοεξυπηρέτησης για όλη τους την ζωή και άλλα με ηπιότερες διαταραχές που εξελίσσονται σε φυσιολογικούς ενήλικες που πολλές φορές φθάνουν μέχρι και την απόκτηση πανεπιστημιακών και ακαδημαϊκών τίτλων.

Η  θεραπευτική παρέμβαση. Οι αυτιστικές διαταραχές παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής και χρειάζονται σε βάθος θεραπευτική παρέμβαση Η αντιμετώπισή τους είναι κατά κύριο λόγο ψυχολογική, εκπαιδευτική  ίσως και φαρμακευτική όταν υπάρχουν ειδικές ενδείξεις. Ένα παράδειγμα φαρμακευτικής αγωγής είναι η χρήση της μεθυλφαινυδάτης για τη μείωση της υπερκινητικότητας και της διάσπασης της προσοχής, αντικαταθλιπτικών και ψυχοτρόπων φαρμάκων για τη μείωση των εμμονών, των στερεοτυπιών και της επιθετικότητας καθώς και αγχολυτικών και αντιεπιληπτικών όταν υπάρχουν οι αντίστοιχες ενδείξεις. Το κυριότερο ίσως βήμα που πρέπει όμως να γίνει είναι το να απευθυνθεί κανείς εγκαίρως σε ένα Ειδικό Παιδοψυχίατρο ώστε να εκτιμήσει την κατάσταση και να υποδείξει τον κατάλληλο τρόπο παρέμβασης.