Η παγίδα του υγιούς ναρκισσισμού: Η αλλαγή έρχεται μέσα από τις ισότιμες σχέσεις.

Κατά τη μεταμοντέρνα κοινωνική αλληλεπίδραση δεν είναι λίγες οι φορές που θα δούμε ή θα ακούσουμε, κυρίως πλέον μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα καθώς και από άλλες κοινωνικές συναναστροφές, να προβάλλονται πρότυπα ναρκισσιστικά και εξιδανικευμένα που μάλλον δεν έχουν σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του εαυτού μας. Η ανταγωνιστική κουλτούρα της σύγχρονης εποχής και των δυτικό-ευρωπαϊκών πολιτικών διάδοσης φέρουν το άτομο μπροστά σε επιλογές που καταλήγουν να εκθέτουν το εγώ του, καθώς το απομονώνουν και το καλούν να προωθήσει συμπεριφορές αδιαφορίας προς το κοινωνικό σύνολο, προς το κοινό καλό και την συλλογική ευθύνη. Ο άκρατος ατομικισμός εξιδανικεύεται και θεωρείται ακόμα και η καλύτερη λύση για πολλούς από εμάς, σε βαθμό μάλιστα που πολλές ετεροβλαπτικές συμπεριφορές προβάλλονται ως επιβεβλημένες όταν είναι να ωφελήσουν με κάποιο τρόπο τον εαυτό. Άραγε τέτοιου τύπου επιρροές προτύπων αναφέρονται σε όλους και ποια είναι η παγίδα για τις προσωπικότητες που τελικά ταιριάζουν ή συμμορφώνονται με αυτές ?

Από τις βασικές αρχές της κλινικής ψυχολογίας είναι πως η υποκειμενική, αρνητική αίσθηση του ατόμου καθορίζει το βαθμό στον οποίο υπάρχει κάποια προσωπική δυσλειτουργία, καθώς θεωρητικά, αν κανείς αισθάνεται καλά με ό, τι κάνει ή με τον τρόπο που σκέφτεται τελικά δεν υπάρχει λόγος να τροποποιήσει κάτι. Φυσικά αυτό σπάνια τίθεται τόσο ωμά σαν διατύπωση κατά την κρίση των ειδικών στις κλινικές διαγνώσεις, αλλά ουσιαστικά γνωρίζουμε σήμερα πως αν κανείς δεν δυσφορήσει προσωπικά και δεν παραδεχθεί πως κάτι δεν πάει καλά, πολύ δύσκολα θα κληθεί να αλλάξει κάτι στη σχέση του με τον εαυτό και κατά συνέπεια στη σχέση του με τους άλλους. Αυτό ακριβώς το ζήτημα είναι όμως και το βασικό θέμα που προκύπτει με κάποιες διαταραχές προσωπικότητας, με τα άτομα δηλαδή που δεν εκδηλώνουν απαραίτητα μία διαταραχή άγχους ή διάθεσης, ούτε φαίνεται να έχουν συχνά συνειδητές συναισθηματικές δυσκολίες, καθώς η προβληματική τους συνήθως συνίσταται όχι σε αρνητικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους, αλλά στο πως σχετίζονται με τους κοντινούς άλλους. Ειδικότερα, οι προσωπικότητες ναρκισσιστικής ή / και αντικοινωνικής ποιότητας, οι οποίες είναι οι πλέον προσανατολισμένες στο εγώ, δεν αποδέχονται σχεδόν ποτέ ότι κάτι από αυτά που κάνουν ή αισθάνονται είναι αρνητικά με αποτέλεσμα να μην ζητούν συμβουλευτική βοήθεια και να αρνούνται αλλαγές στον τρόπο σκέψης τους. Όμως ο περίγυρος και τα κοντινά άτομα που συνδέονται με αυτούς τους ανθρώπους προσδοκούν την αλλαγή, καθώς σπάνια καταφέρνουν να σχετιστούν μαζί τους με έναν ισότιμο τρόπο.

Στην περίπτωση λοιπόν που υπάρχει ενδιαφέρον για υγιέστερη σύνδεση με άτομα που έχουν έντονα αντικοινωνικά ή ναρκισσιστικά στοιχεία, η λύση δεν είναι να αποχωρεί κανείς μην μπορώντας να κάνει τίποτα για να προωθήσει την αλλαγή, ούτε όμως η ανακύκλωση συμπεριφορών που επιβεβαιώνουν το ετεροβαρές συναίσθημα που προκαλείται από μία σύνδεση μαζί τους. Ο ουσιαστικότερος τρόπος που επιτυγχάνει κανείς τη βελτίωση της σχέσης είναι η αλλαγή της τοποθέτησης του ίδιου του εαυτού απέναντι στα αντικοινωνικά, προσβλητικά και πολλές φορές ετεροβλαπτικά στοιχεία του άλλου. Με άλλα λόγια, το ενδιαφερόμενο άτομο καλείται να δείχνει έμπρακτα την άγνοιά του και την αδιαφορία του για τα αντικοινωνικά πρότυπα και τις ναρκισσιστικές συμπεριφορές και να μην πέφτει στην παγίδα να τις προσυπογράφει, είτε επιβεβαιώνοντάς τες άμεσα είτε και μπαίνοντας σε έντονη αντιπαράθεση που συχνά έχει ως αποτέλεσμα να ισχυροποιεί τις παραδοχές αυτές ακόμα περισσότερο. Το ζητούμενο είναι να αγνοούμε όσο μπορούμε την παραδοχή ότι ένα υπερθετικό εγώ μπορεί με κάποιο τρόπο να βελτιώσει μία σχέση, ακόμα και αν λανθασμένα σήμερα θεωρείται θαυμαστό και προβάλλεται κοινωνικά. Σε πιο κοντινά, διαπροσωπικά επίπεδα, το ναρκισσιστικό εγώ δεν έχει χώρο και ακόμα και αν χρειαστεί να βρει, χρειάζεται πρώτα να έχει αποδομηθεί, καθώς η προσωπική επιβεβαίωση δεν είναι προϋπόθεση της ύπαρξης της σχέσης, αλλά ακολουθία της υγιούς επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων. Άλλωστε καμία σχέση, είτε φιλική είτε ερωτική, είτε και συγγενική δεν γίνεται να διατηρείται ουσιαστικά όταν βασίζεται σε ανισοτιμία και υπέρ-ωφελεί μονίμως το ένα μέλος της (Hatfield, 1988). Ακόμα και αν το έτερο μέλος προσποιείται για παρατεταμένο διάστημα πως δεν πλήττεται από αυτό το μοτίβο, όλο και κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα θα φανερώσει την σχεσιακή ανισοτιμία. Και όταν θα έχουμε φτάσει στο σημείο η ανισοτιμία να έχει προκαλέσει ψυχοσωματική κατάσταση στο υπό-ωφελημένο μέλος, τότε ο περισσότερο δόκιμος δρόμος θα είναι η εγκατάλειψη της σχέσης, γιατί πλέον το καλό της υγείας του εαυτού απειλείται τόσο έντονα που έστω και η προσωρινή απομάκρυνση από τη ζημιογόνα σχέση θα βελτιώνει την υγεία. Για το λόγο αυτό και στο βαθμό που επιθυμούμε να έχουμε σχετικά ισορροπημένες σχέσεις (η επιθυμία για μόνιμη 'συναισθηματική δικαιοσύνη' και πλήρως ισόρροπες σχέσεις είναι μάλλον εξιδανίκευση, αλλά αυτό οδηγεί σε άλλου τύπου συναισθηματικές δυσκολίες, βλέπε Byers & Wang, 2004) καλό θα ήταν τουλάχιστον να προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε εμείς οι ίδιοι, ότι το προσωπικό όφελος δεν είναι απόρροια της επιβολής μας στον άλλον και να αγνοήσουμε τέτοιες παραδοχές. Γιατί στο βαθμό που τις πιστεύουμε έστω και λίγο, τείνουμε να ανανεώνουμε σχέσεις με άτομα που το πιστεύουν πολύ περισσότερο και σταδιακά θα το εκφράσουν και σε βάρος του ίδιου μας του εαυτού. Και αν αυτό γίνει μόνιμη, αυτοματοποιημένη απόκριση του εαυτού στις κοντινές σχέσεις, τότε η ψυχολογική εξάρτηση θα δοκιμάζει και την σωματική υγεία. 

by Antonis Katsouros

Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω:

ή απευθείας μέσω του site μας : https://www.therapy4all.gr/